δραπέτης — δρᾱπέτης , δραπέτης runaway masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέτης — ο αυτός που δραπέτευσε, που το έσκασε, ο φυγάς: Η αστυνομία ψάχνει από χθες το δραπέτη της φυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρηπέται — δραπέτης runaway masc nom/voc pl (ionic) δρηπέτᾱͅ , δραπέτης runaway masc dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηπέτην — δραπέτης runaway masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρηπέτῃσι — δραπέτης runaway masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέτα — δρᾱπέτᾱ , δραπέτης runaway masc nom/voc/acc dual δρᾱπέτα , δραπέτης runaway masc voc sg δρᾱπέτᾱ , δραπέτης runaway masc gen sg (doric aeolic) δρᾱπέτα , δραπέτης runaway masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣгоунъ — БѢГОУН|Ъ (13), А с. 1.Действующее лицо по гл. бѣгати в 1 знач.: Диониса же вводѩ(т) б҃а быти. нощны˫а празникы творѩща. и оуч҃тлѩ суща пь˫аньству. ѡ(т)верзающа ближни(х) свои(х) жены. и бѣгающа и бѣсѩща(с)... бѣсенъ бѩше. и пь˫аница и бѣгунъ како … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δραπέται — δρᾱπέται , δραπέτης runaway masc nom/voc pl δρᾱπέτᾱͅ , δραπέτης runaway masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέταν — δρᾱπέτᾱν , δραπέτης runaway masc acc sg (epic doric aeolic) δρᾱπέταν , δραπέτης runaway masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέτας — δρᾱπέτᾱς , δραπέτης runaway masc acc pl δρᾱπέτᾱς , δραπέτης runaway masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)