δραπέτης

δραπέτης
ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης
θηλ. δραπέτις, η)
1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς
2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας ευκνημίδες
2. δίπτερο τής οικογένειας εμπιδίδες
αρχ.
1. δούλος
2. ως επίθ. φρ. «δραπέτης βίος» — σύντομη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δραπέτης απαντά θ. δρᾶπ- στο οποίο ανερμήνευτο παραμένει το -π- (βλ. και λ. διδράσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δραπέτης — δρᾱπέτης , δραπέτης runaway masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπέτης — ο αυτός που δραπέτευσε, που το έσκασε, ο φυγάς: Η αστυνομία ψάχνει από χθες το δραπέτη της φυλακής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρηπέται — δραπέτης runaway masc nom/voc pl (ionic) δρηπέτᾱͅ , δραπέτης runaway masc dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηπέτην — δραπέτης runaway masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρηπέτῃσι — δραπέτης runaway masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπέτα — δρᾱπέτᾱ , δραπέτης runaway masc nom/voc/acc dual δρᾱπέτα , δραπέτης runaway masc voc sg δρᾱπέτᾱ , δραπέτης runaway masc gen sg (doric aeolic) δρᾱπέτα , δραπέτης runaway masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣгоунъ — БѢГОУН|Ъ (13), А с. 1.Действующее лицо по гл. бѣгати в 1 знач.: Диониса же вводѩ(т) б҃а быти. нощны˫а празникы творѩща. и оуч҃тлѩ суща пь˫аньству. ѡ(т)верзающа ближни(х) свои(х) жены. и бѣгающа и бѣсѩща(с)... бѣсенъ бѩше. и пь˫аница и бѣгунъ како …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δραπέται — δρᾱπέται , δραπέτης runaway masc nom/voc pl δρᾱπέτᾱͅ , δραπέτης runaway masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπέταν — δρᾱπέτᾱν , δραπέτης runaway masc acc sg (epic doric aeolic) δρᾱπέταν , δραπέτης runaway masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραπέτας — δρᾱπέτᾱς , δραπέτης runaway masc acc pl δρᾱπέτᾱς , δραπέτης runaway masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”